χλομάδα

χλομάδα
και παλ. γρφ. χλωμάδα, η, Ν
η ιδιότητα τού χλομού, ωχρότητα, κιτρινάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλομός / χλωμός + κατάλ. -άδα (πρβλ. νοστιμ-άδα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χλομάδα — η ωχρότητα, κιτρινάδα, η κατάσταση του χλομού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιφαιμία — η (Α λιφαιμία) [λίφαιμος] έλλειψη αίματος, χλομάδα …   Dictionary of Greek

  • πάνιασμα — και πάννιασμα, το [παν)ν)ιάζω] 1. το αποτέλεσμα τού πανιάζω, χλόμιασμα, χλομάδα στο πρόσωπο 2. εμφάνιση πανάδων στο δέρμα 3. (για τρόφιμα) μούχλιασμα, μπάγιάτεμα …   Dictionary of Greek

  • χλωμάδα — η, Ν (παλ. γρφ.) βλ. χλομάδα …   Dictionary of Greek

  • χλωρός — ή, ό / χλωρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «τού δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ. β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τών… …   Dictionary of Greek

  • ωχρία — ἡ, Α [ὠχρός] 1. ωχρότητα, χλομάδα 2. ώχρα …   Dictionary of Greek

  • ωχρεία — ἡ, Μ ὠχρία*, χλομάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠχρία, κατά τα θηλ. σε εία] …   Dictionary of Greek

  • ωχρότητα — η / ὠχρότης, ητος, ΝΜΑ [ὠχρός] η ιδιότητα τού ωχρού, χλομάδα, κιτρινάδα («κεχρωμένον ὠχρότητι», Γαλ.) νεοελλ. αποχρωματισμός, ξεθώριασμα …   Dictionary of Greek

  • ώχρα — Φυσική γαιώδης χρωστική ουσία από το βαθύ κίτρινο έως το κοκκινωπό. Στην προϊστορική εποχή οι χρωστικές ιδιότητες της ώ. την κατέστησαν αντικείμενο μεγάλης εκμετάλλευσης· κίτρινες και κόκκινες ώ. χρησιμοποιήθηκαν για να χρωματίσουν τις… …   Dictionary of Greek

  • κιτρινίλα — η χλομάδα, το χρώμα του κίτρινου: Δεν ξέρω πού οφείλεται η μεγάλη του κιτρινίλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”